καντήλι, το, ουσ. [<μσν. κανδήλι(ο)ν, υποκορ. του μτγν. ουσ. κανδήλη]. 1. μικρή καντήλα, που είτε κρεμιέται στα εικονίσματα είτε (παλιότερα) χρησιμοποιούνταν για ηλεκτροφώτιση: «η μητέρα άναψε το καντήλι και το τοποθέτησε μπροστά στο εικόνισμα || στα χρόνια μας διαβάζαμε με το φως του καντηλιού». 2. (στη γλώσσα των μηχανόβιων) μεγάλη σούζα με τη μοτοσικλέτα: «αυτός ο μηχανόβιος είναι και ο πρώτος στα καντήλια». Υποκορ. καντηλάκι, το. Μεγεθ. καντήλα, η (βλ. λ.). (Ακολουθούν 11 φρ.)·
- ανάβουν τα καντήλια μου, κυριεύομαι από οργή, εξαγριώνομαι: «κάποια στιγμή, απ’ το πες πες, άναψαν τα καντήλια μου και τα ’κανα όλα μπάχαλο»·
- γαμώ τα καντήλια μου! έκφραση αγανακτισμένου ή εκνευρισμένου ατόμου: «γαμώ τα καντήλια μου, όλα τα στραβά σε μένα θα τύχουν;». Συνήθως η φρ. κλείνει πάλι με το γαμώ. Για συνών. βλ. λ. γαμώ·
- γαμώ το καντήλι μου! έκφραση αγανακτισμένου ή εκνευρισμένου ατόμου. Ίσως αναφορά στο ύψωμα Καντήλι, που βρίσκεται στην περιοχή του Μεγάλου Πεύκου και που είναι περιοχή ασκήσεων για τους λοκατζήδες. Συνήθως η φρ. κλείνει πάλι με το γαμώ·
- γαμώ τα καντήλια σου! ή γαμώ το καντήλι σου! ή σου γαμώ τα καντήλια! ή σου γαμώ το καντήλι! α. επιθετική έκφραση εναντίου κάποιου που είναι ενοχλητικός, που μας δημιουργεί προβλήματα: «πάψε, γαμώ τα καντήλια σου, γιατί μ’ έπρηξες με τις βλακείες σου! || κάτσε καλά, γιατί σου γαμώ τα καντήλια!». β. εκστομίζεται και ως βρισιά. Η φρ. πιο αραιά από ό,τι η αμέσως πιο πάνω κλείνει πάλι με το γαμώ. Για συνών. βλ. λ. γαμώ· 
- έσβησε το καντήλι του, πέθανε: «ύστερα από μια ήρεμη νύχτα έσβησε το καντήλι του»·
- κατεβάζω καντήλια, βρίζω ασύστολα, ιδίως τα θεία: «είναι κλεισμένος στο γραφείο του και κατεβάζει καντήλια, γιατί απ’ το πρωί τίποτα δεν πάει καλά στη δουλειά». Συνών. κατεβάζω Χριστοπαναγίες / κατεβάζω Χριστούς και Παναγίες·
- ρίχνω καντήλια, βλ. φρ. κατεβάζω καντήλια·
- σβήνει το καντήλι μου, βρίσκομαι στα τελευταία μου, είμαι ετοιμοθάνατος, πεθαίνω. (Λαϊκό τραγούδι: η ζωή εδώ τελειώνει, σβήνει το καντήλι μου κι η ψυχή σαν χελιδόνι φεύγει απ’ τα χείλη μου
- σώθηκε το καντήλι του, βλ. συνηθέστ. σώθηκε το λάδι του, λ. λάδι·
- του ανάβω καντήλι, τον ευγνωμονώ: «όσο ζω, θα του ανάβω καντήλι αυτού του ανθρώπου, γιατί κάποτε με βοήθησε και με γλίτωσε από μεγάλες περιπέτειες»·
- του γαμώ τα καντήλια, α. τον καταξεφτιλίζω, τον καταντροπιάζω: «μπήκα μέσα στο μπαράκι που συχνάζει κι εκεί μπροστά στον κόσμο, του γάμησα τα καντήλια». β. τον τιμωρώ σκληρά, τον δέρνω άγρια και, κατ’ επέκταση, τον κατανικώ: «τον έπιασε στα χέρια του και του γάμησε τα καντήλια». γ. εκστομίζεται και ως βρισιά. Για συνών. βλ. λ. γαμώ.